- εὐδιάκοπος
- εὐδιά-κοπος, [suff] εὐδιά-κοπτος, ον,A easy to cut through, Plb.3.46.4,55.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάκοπος — εὐδιάκοπος, ον και εὐδιάκοπτος, ον (Α) αυτός που κόβεται ή διακόπτεται εύκολα («ὥστ εὐδιακόπτους αὐτῶν εἶναι τοὺς δεσμούς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά κοπος (< διακόπτω)] … Dictionary of Greek